κομιστης

κομιστης
    κομιστής
    -οῦ ὅ провожатый
    

μίμνε δ΄ ἐς τ΄ ἂν ἔλθω κομιστήν σου Eur. — жди, пока я не выйду провожать тебя, т.е. навстречу тебе;

    κ. νεκρῶν Eur. — погребающий мертвых


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κομιστης" в других словарях:

  • κομιστής — one who takes care of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομιστής — ο (Α κομιστής) [κομίζω] νεοελλ. 1. αυτός που φέρνει κάτι, που κομίζει κάτι («κομιστής κακών αγγελιών) 2. (νομ.) ο κάτοχος ανώνυμου χρεωγράφου, ο οποίος έχει δικαίωμα να απαιτήσει την πληρωμή από τον εκδότη του αρχ. 1. αυτός που φροντίζει για… …   Dictionary of Greek

  • κομιστής — ο θηλ. κομίστρια αυτός που φέρνει κάτι: Ο κομιστής της επιστολής είναι φίλος μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κομιστοῦ — κομιστής one who takes care of masc gen sg κομιστός brought masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομιστά — κομιστά̱ , κομιστή fem nom/voc/acc dual κομιστά̱ , κομιστή fem nom/voc sg (doric aeolic) κομιστά̱ , κομιστής one who takes care of masc nom/voc/acc dual κομιστής one who takes care of masc voc sg κομιστής one who takes care of masc nom sg (epic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναλλαγματική — Έγγραφο που περιέχει την υπόσχεση ενός προσώπου (που λέγεται εκδότης) ή τη διαταγή προς ένα πρόσωπο (πληρωτής) να πληρώσει ορισμένο ποσό που θα το απαιτήσει ο εφοδιασμένος με το έγγραφο αυτό (λήπτης). Η ιστορική καταγωγή της σ. είναι αβέβαιη.… …   Dictionary of Greek

  • κομιστάς — κομιστά̱ς , κομιστή fem acc pl κομιστά̱ς , κομιστής one who takes care of masc acc pl κομιστά̱ς , κομιστής one who takes care of masc nom sg (epic doric aeolic) κομιστά̱ς , κομιστός brought fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • αγγελία — Η μετάδοση μιας είδησης ή πληροφορίας. Ειδοποίηση με την οποία γίνεται γνωστό στο ευρύ κοινό κάποιο πράγμα ή γεγονός, όπως π.χ. ότι κάποιος θέλει να προσλάβει υπάλληλο ή να πουλήσει ένα οικόπεδο ή να βρει δουλειά είτε ότι διαθέτει κάποιο… …   Dictionary of Greek

  • επιπλοκομιστής — ἐπιπλοκομιστής, ὁ (Α) αυτός που πάσχει από επιπλοκήλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίπλοον, ουν + κομιστής < κομίζώ] …   Dictionary of Greek

  • κήρυκας — ο (ΑΜ κήρυξ και κήρυξ, υκος, Α αιολ. τ. κᾱρυξ, ὁ και σπαν. ἡ) 1. αυτός που κηρύσσει κάτι μεγαλοφώνως στο πλήθος, διαλαλητής, ντελάλης («κήρυκες, Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που διδάσκει ή μεταδίδει με προφορικό ή γραπτό λόγο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»